κοχώνη

κοχώνη
κοχώνη, ,
A perineum, Hp.Epid.5.7: in pl., Id.Mul.2.131, Eup.77, Ar.Fr.482, etc.;

ἕαται ὅκως νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλποντες Herod.7

. 48: dual,

τὼ κοχώνᾱ Ar.Eq.424

,484. (Variously expld. by Gramm. ap.Erot.Fr.17; = γλουτοί, acc. to Poll.2.183.) (Cf. Skt. jaghánam 'buttock', 'pudendum'.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοχώνη — κοχώνη, ἡ (Α) 1. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο 2. (στον δυϊκ.) τὰ κοχώνα οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. χώνη «χοάνη, χωνί» με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Ανάλογος ο αρχ. ινδ. τ. jaghάnam «γλουτός»] …   Dictionary of Greek

  • κοχώνη — perineum fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχωνῶν — κοχώνη perineum fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχῶναι — κοχώνη perineum fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχώναις — κοχώνη perineum fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχώνην — κοχώνη perineum fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχώνης — κοχώνη perineum fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχώναι — οἱ, Α οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για κωμ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. κοχώνη «το μέρος μεταξύ τών σκελών και της έδρας, το περίνεο, γλουτός» και πρωκτός ή, κατ άλλη άποψη, από τη λ. κοχώνη …   Dictionary of Greek

  • κοχώνα — κοχώνᾱ , κοχώνη perineum fem nom/voc/acc dual κοχώνᾱ , κοχώνη perineum fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχώνας — κοχώνᾱς , κοχώνη perineum fem acc pl κοχώνᾱς , κοχώνη perineum fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гуз — I I., род. п. гуза нижний конец снопа; зад, гузка у птиц , гузно зад (животного) , гузло нижняя часть снопа , укр. гуз, блр. гуз, болг. гъз(ът) зад, чрево , сербохорв. гу̑з, словен. goza зад , чеш. huzo, польск. gąz. Сюда же кургузый. Праслав.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”